Η Κατερίνα Σχινά (Αθήνα, 1956) είναι δημοσιογράφος, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μουσική (πιάνο, ανώτερα θεωρητικά) στο Εθνικό Ωδείο και πλάι στον Αλέξανδρο Αινιάν. Εργάστηκε ως κριτικός κι επιφυλλιδογράφος στις εφημερίδες "Αυγή" (1983-1987), "Καθημερινή" (1987-1999 και από το 2009) και "Ελευθεροτυπία" (1999-2009, ως μέλος της συντακτικής ομάδας του ενθέτου "Βιβλιοθήκη"), διετέλεσε μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού "Το Τέταρτο" (1985-1988), μουσικός παραγωγός στο Γ΄ και Β΄ Πρόγραμμα της Κρατικής Ραδιοφωνίας (1983-1994), συνεργάτης των τηλεοπτικών εκπομπών "Βιβλιόραμα" (ΕΡΤ, 1987-1990) και "Βιβλία στο κουτί" (ΕΤ1 από το 2005 ως σήμερα). Δίδαξε πολιτιστικό ρεπορτάζ στο τμήμα ΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστημίου (1994-2004), ενώ από το 2003 διδάσκει λογοτεχνική μετάφραση στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ).
Έχει μεταφράσει στα ελληνικά έργα της Toni Morrison ("The Bluest Eye", "Sula", "Jazz", "Paradise", "Love", "A Mercy"), του Philip Roth ("Shop Talk", "Reading Myself and Others", "Exit Ghost", "The Humbling"), του Ian McEwan ("Solar"), του George Steiner ("No Passion Spent"), των Said-Barenboim ("Parallels and Paradoxes"), του Roland Barthes ("Journal de Deuil", "Carnets du voyage en Chine"), του Witold Gombrowich ("Cours de philosophie en six heures et quart") καθώς και των Byron, Shelley, Worsdworth, R.L. Stevenson, Jack London, William Hazlitt, Hilda Doolittle, Wallace Stevens, Anne Sexton, Willa S. Cather, Roddy Doyle, Malcolm Bradbury, Helene Hanff, Ben Scott, κ.ά. Έχει γράψει το βιβλίο "Όπερες του κόσμου" που εκδόθηκε από την Εταιρεία για τη δημιουργία νέου κτιρίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, το λεύκωμα "Η Ελλάδα του μόχθου" που εκδόθηκε από το Ριζάρειο Ίδρυμα, ενώ η ανθολογία της με θέμα την ημερολογιακή γραφή και τίτλο "Μυστικά του συρταριού" είναι υπό έκδοση. Το 1997 βραβεύτηκε από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας για τη μετάφραση του μυθιστορήματος της Toni Morrison, "Γαλάζια μάτια".
"Η κουζίνα του Balthazar 1973-83"
Για πρώτη φορά πέρασα την πόρτα του Μπαλταζάρ ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1977. Δεν ήταν για τα μέτρα των φοιτητών εκείνης της εποχής ένα τέτοιο εστιατόριο: πολύ ακριβό για μας, πολύ απρόσιτο. Όμως το όνομα της Καίης Τσιτσέλη, που την πρωτογνωρίσαμε παιδιά μέσα από τα «18 κείμενα», τον εμβληματικό τόμο της δικτατορικής περιόδου και στα βιβλία της προσήλθαμε αργότερα, από το 1979 που εκδόθηκε από τον Ερμή «Ο δρόμος προς τον Κολωνό» και πέρα· η μυθική ατμόσφαιρα – τόπο συνάντησης ιερών τεράτων θεωρούσαμε τότε το Μπαλταζάρ – και η παρουσία μιας φίλης και συμφοιτήτριας – της μικρόσωμης σγουρομάλλας Σίσυς Βασικέρη που, ίδια η Έλενα Μπόναμ-Κάρτερ, διαφέντευε το ταμείο – παραμέριζαν τη δειλία υπέρ της περιέργειας, την συστολή της ηλικίας και την αμηχανία λόγω των πενιχρών μας οικονομικών υπέρ ενός βήματος αποφασιστικού, που έπαιρνε στα μάτια μας την βαρύτητα της μύησης. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή ήμασταν, συν τοις άλλοις, ανίδεοι, αν όχι και αδιάφοροι, περί τα γαστριμαργικά. Άλλα μας ένοιαζαν, κυρίως, τότε: η ομορφιά του χώρου, οι άνθρωποι, τα βλέμματα. Έτσι, εκείνη η συνάντηση γεύσης και πνεύματος που συντελούνταν στο πανέμορφο σπίτι της οδού Τσόχα κρυστάλλωνε τη μακρά και αγαπητική σχέση της λογοτεχνίας και του τραπεζιού και την επικύρωνε πανηγυρικά, αποδεικνύοντας ότι και το φαγητό μπορεί να είναι τέχνη και μάλιστα υψηλή, ότι πάνω από ένα νόστιμο πιάτο μπορεί να συζητηθούν τα πιο ενδιαφέροντα, τα πιο συναρπαστικά, τα πιο σημαντικά πράγματα και ότι η σοβαρότητα για να είναι πραγματικά σοβαρή οφείλει να πηγαίνει χέρι χέρι με το χιούμορ.
Χρόνια αργότερα, όταν πια το εστιατόριο είχε μετατραπεί σε μπαρ και οι φοιτήτριες σε εργαζόμενες μητέρες, έφταναν από καιρό σε καιρό στα χέρια μου οι συνταγές της Καίης. Ακόμα φτιάχνω τα Χριστούγεννα minsepies με τη συνταγή της, πολυϋμνημένη και πολυεφαρμοσμένη από την ελληνίστρια φίλη Κάρεν Βαν Ντάικ, και τώρα που επιτέλους απέκτησα το βιβλίο υπόσχομαι πως θα αποπειραθώ να φτιάξω και την τάρτα Τζαμάικα, που η γεύση της ακόμα με ακολουθεί από τότε. Όπως με ακολουθεί και η γεύση του πρώτου ινδικού που έφαγα στη ζωή μου κι έκανε τα μάγουλά μου ν’ ανάψουν, τον ουρανίσκο μου να εκραγεί, και την ευφορία από αυτή την ευτυχισμένη συνάντηση με το πολιτισμικό άγνωστο να μείνει αξέχαστη. Όπως με ακολουθεί, ακόμα πιο έντονη από κάθε γευστική ανάκληση, και η ανάμνηση μιας πιο αθώας και άδολης εποχής (ή μήπως έφταιγαν τα νιάτα που τύλιγαν τα πάντα με το όλβιο φως τους; ακόμα αναρωτιέμαι), όπου τα πράγματα δεν είχαν ξεφύγει από τις διαστάσεις τους, η καθημερινότητα δεν ήταν δύσθυμη και μελαγχολική, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι δεν είχαν χάσει την αίγλη τους κι εμείς πιστεύαμε ότι επιτέλους θα ζήσουμε σε μια δημοκρατία του μέτρου, όπου οι απολαύσεις θα είναι ευγενείς, η σπατάλη και η επιτήδευση αντιπαθητικές και απορριπτέες και η ύλη θα εμβαπτιζόταν στο πνεύμα όπως τα σαβαγιάρ στο κονιάκ – για να κερδίσουν σε βάθος και ουσία.
Το βιβλίο, λοιπόν, που έφτιαξαν η Λίλα Παλαιολόγου και ο Νίκος Πελέκης σαν memento, keepsake, θυμητάρι, αισθητικά ευφρόσυνο και πολιτισμικά πολύτιμο, γεμάτο συνταγές που γράφονταν με το χέρι, σε τετράδια, σημειώματα, ευχετήριες κάρτες, γεμάτο παλιές διαφημίσεις, τιμοκαταλόγους, ακόμα και αφίσες του παλιού Ρήγα και φωτογραφίες εποχής, ξομπλιασμένο με τις ζωγραφιές και τα σκίτσα του Ακριθάκη, του Αργυράκη, του Τσαρούχη, του Ξενάκη, ποικιλμένο με στιγμιότυπα και εικόνες από ένα ζωντανό ακόμα μέσα μας «άλλοτε», και κείμενα αγαπητικά των δημιουργών του Μπαλταζάρ και των φίλων τους, λειτούργησε για μένα σαν έκλαμψη ξανακερδισμένου χρόνου. Έτσι κι αλλιώς, μέσα στο φευγαλέο παράδοξο του χρόνου δεν συναντιέται το φαγητό με τις γαστρονομικές αισθήσεις; Αν έχει μιαν ιδιαιτερότητα, ένα χαρακτηριστικό που το μετατρέπει από βασικό ένστικτο σε «ηθικό παράγοντα», όπως θα σημείωνε, στα 1922 ο Τζόζεφ Κόνραντ, είναι ότι ξεπερνώντας τον πρακτικό διατροφικό ρόλο του, συντηρεί και το πνεύμα, κυρίως όταν μετατρέπεται σε ευφρόσυνο όργανο ανάκλησης του παρελθόντος. Μια μαντλέν βουτηγμένη στο τσάι προκαλεί στον Προυστ μια θυελλώδη αναδρομή κι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα∙ παράλληλα, σούπες από κάπαρη, σπαράγγια, τρούφες, πίτες και κρασιά λειτουργούν κατ’ εξακολούθηση σαν ορεκτικές μεταφορές των αναπάντεχων διαδρομών της μνήμης. Να λοιπόν γιατί οι συγγραφείς δίνουν στο φαγητό και τη μαγειρική τέχνη την περίοπτη θέση ευγενών συνομιλητών της γραφής. Και να γιατί η Καίη Τσιτσέλη θα μπορούσε να μιλήσει για το φαγητό όπως η Βιρτζίνια Γουλφ στα ημερολόγιά της: «Και τώρα, με κάποια ευχαρίστηση, βλέπω πως η ώρα είναι ήδη εφτά και πρέπει να μαγειρέψω για το δείπνο. Βακαλάο και λουκάνικα. Νομίζω πως, στην πραγματικότητα, ελέγχει κανείς καλύτερα τον βακαλάο και τα λουκάνικα, όταν γράφει γι’ αυτά».
Δεν ξέρω βέβαια αν η Καίη Τσιτσέλη έγραψε ποτέ για το φαγητό – δεν θυμάμαι. Σ’ ένα απόσπασμα μονάχα που παρατίθεται ανάμεσα στα πολλά ντοκουμέντα του βιβλίου ξεδιαλύνω αναφορές σε σερβίτσια – ίσως το φαγητό να έρχεται αργότερα. Έγραψε όμως μερικά σπουδαία βιβλία σ’ έναν τόνο αποδραματοποιημένο, λιτό, ταγμένο στην παρατήρηση των ανθρώπινων και της παραδοξότητάς τους. Και ταυτόχρονα μας χάρισε ένα τόπο συνάντησης τότε, ένα χώρο μνήμης σήμερα που κρυσταλλώνεται στο θαυμάσιο βιβλίο που έφτιαξαν για εκείνην και για τον σύντροφό της, το ρέκτη Νίκο Παλαιολόγο, τα παιδιά τους. Ευχαριστούμε τη Λίλα Παλαιολόγου, τον Βαγγέλη Πελέκη, τον Μανόλη Σαββίδη και τις εκδόσεις ‘Ιστός’ γι’ αυτό το υπέροχο δώρο.
Για τον Προυστ ήταν η μαντλέν. Για τους θαμώνες του ιστορικού εστιατορίου των Αμπελοκήπων «Βalthazar» είναι η τάρτα Τζαμάικα, λεπτή κρέμα με ρούμι πάνω σε μια κροκάντ ζύμη, και ίσως το φιλέτο γλώσσας φλοραντίν, με σπανάκι και ασπρομανίταρα. Και μόνο το όνομα αυτών των πιάτων ανακαλεί στη μνήμη μια ολόκληρη εποχή, από το 1973 ως το 1983, με κέντρο το εστιατόριο της Καίης Τσιτσέλη και του Νίκου Παλαιολόγου, το οποίο στεγαζόταν στην εκλεκτικιστική έπαυλη της γωνίας Τσόχα και Βουρνάζου- ένα από τα λίγα κτίρια των αρχών του 20ού αιώνα (1904) που σώζεται στην πυκνοδομημένη περιοχή. Ηταν μια εποχή μεγάλης μετάβασης από το τέλος της χούντας μέχρι την εμφάνιση του βάρβαρου, καταλυτικού νεοπλουτισμού, στις αρχές του 1980, που σάρωσε τα πάντα.
Το βιβλίο Η κουζίνα του Βalthazar διασώζει όλη αυτή τη μνήμη, που είναι και η μνήμη της Αθήνας και των ανθρώπων της. Αλλά διασώζει και την κουζίνα του εστιατορίου, μέσα από τις συνταγές που στοιχειοθέτησαν τα μενού μιας ολόκληρης δεκαετίας. Οι επιμελητές και συγγραφείς του τόμου Λίλα Παλαιολόγου και Βαγγέλης Πελέκης είχαν το υλικό για όλη αυτή την αποκατάσταση: ολόκληρες κούτες με παλιά και νεότερα τετράδια συνταγών, κάρτες αποδελτίωσης και συνταγές γραμμένες στα αγγλικά για να αποσταλούν σε ξένους πελάτες του εστιατορίου. Ανάμεσά τους και η συνταγή του διασημότερου γλυκού του «Βalthazar», της τάρτας Τζαμάικα. Αλλά για τους συγγραφείς εξίσου σημαντικό ήταν και το συναισθηματικό υλικό. Η Λίλα Παλαιολόγου είναι η κόρη των ιδρυτών του «Βalthazar», η οποία μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στο εστιατόριο. Ο Βαγγέλης Πελέκης είναι ο άνδρας της, που μαζί με τη Λίλα, το 1996, μάζεψαν όλο το «υλικό Βalthazar» από την έπαυλη της οδού Τσόχα, όταν το κτίριο πουλήθηκε για να στεγαστεί εκεί στη συνέχεια το φερώνυμο μπαρ.
Η Καίη Τσιτσέλη ήταν η γνωστή συγγραφέας του «Χορού των Ωρών» και του «Δρόμου για τον Κολωνό». Ελληνίδα της Διασποράς. Είχε γεννηθεί στη Μασσαλία από γονείς γόνους εφοπλιστικών οικογενειών της Κεφαλλονιάς και της Χίου. Στο εστιατόριο ήταν η πρώτη μαγείρισσα και το μυαλό πίσω από την εξεύρεση νέων συνταγών για το συχνά εναλλασσόμενο μενού. Ελληνας της Διασποράς ήταν και ο άνδρας της, ο Νίκος Παλαιολόγος. Είχε γεννηθεί στη Ρουμανία, σε οικογένεια εμπόρων και εφοπλιστών με καταγωγή από τη Μύκονο. Είχε εργαστεί στις Ινδίες και στο Πακιστάν για τους Ralli Βrothers, και από εκεί έφερε πολλές συνταγές που σήμερα θα τις ονομάζαμε έθνικ. Το κάρι του ήταν ασυναγώνιστο. Και ένα από τα πιο δυνατά και φυσικά τα πιο καυτά πιάτα του εστιατορίου, σε μια εποχή που ήταν άγνωστα και οι ξένες κουζίνες, και τα υλικά τους. Η Καίη, ο Νίκος και η αδελφή τού Νίκου, Ρούλα Χρηστίδη, ήταν η τριάδα του εστιατορίου.
Το σπίτι είχε κτιστεί το 1904 για λογαριασμό του υφασματοβιομήχανου Αγγελου Πυρρή. Το 1970 βρισκόταν σε ερειπιώδη κατάσταση κι είχε περιέλθει από χρόνια στην Εθνική Τράπεζα. Ο Παλαιολόγος ουσιαστικά το ανέστησε, με τη βοήθεια μερακλήδων μαστόρων, και κυριολεκτικά το διέσωσε σε μια εποχή που όλο γκρεμίζονταν. Μαζί με τη γειτονική έπαυλη, που τώρα είναι η κατοικία του αμερικανού πρεσβευτή, είναι από τα λίγα κτίρια που σου δίνουν μιαν εικόνα για το πώς ήταν οι Αμπελόκηποι κάποτε. Ο Εντμουντ Κίλι, πιστός θαμών του «Βalthazar», μας θυμίζει ότι η τωρινή κατοικία του αμερικανού πρεσβευτή, η άλλοτε βίλα Λύδη, είχε αγοραστεί από τον διπλωμάτη πατέρα του το 1947 για λογαριασμό της αμερικανικής κυβέρνησης.
Και το 1973 εγένετο «Βalthazar». Η αγάπη για το φαγητό τής Καίης Τσιτσέλη και του Νίκου Παλαιολόγου, μαζί με τη γνώση τους και την ευρηματικότητά τους ήταν τα όπλα τους και τα κίνητρά τους που έκαναν το «Βalthazar» το καλύτερο, ποιοτικότερο και ευρηματικότερο εστιατόριο της Αθήνας. Στην αρχή βέβαια υπήρχε κι ένα πρόβλημα υπαρξιακής επιβίωσης: η χούντα είχε αφαιρέσει το διαβατήριο και από την Τσιτσέλη και από τον Παλαιολόγο. Και έτσι το «Βalthazar» έγινε όλος ο κόσμος.
Δεν ήταν μόνον η κουζίνα, οι συνταγές και η ευρηματικότητα της Καίης και του Νίκου. Για παράδειγμα σε μια συνταγή που ήθελε ρικότα- όταν η ρικότα δεν ήταν απλώς δυσεύρετη, αλλά και παντελώς άγνωστη- χρησιμοποιούσαν ένα ελληνικό τυρί που της έμοιαζε. Ηταν και η κοινωνικότητα που αναπτύχθηκε γύρω από το εστιατόριο. Μια κοινωνικότητα διανοουμένων και καλλιτεχνών, οι οποίοι ήταν τακτικοί θαμώνες του εστιατορίου. Εκεί η εκδότρια Ζανέτ Χατζηνικολή υποδέχθηκε τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στο τελευταίο πέρασμά της από την Αθήνα. Εκεί ο Ακριθάκης σχεδίασε πολλά σχέδιά του. Εκεί ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης, ο Στέλιος Αναστασιάδης, ο Κακογιάννης, η Παπά, ο Βέλτσος, ο Σαββίδης, η Λένα Σαββίδη, η Λαμπέτη... Ενας ολόκληρος κόσμος μέσα σ΄ ένα βιβλίο συνταγών που διηγούνται ιστορίες. Και μάλιστα συνταγές δοκιμασμένες και ελεγμένες σήμερα ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Ηταν το πιο διάσημο γλυκό του «Βalthazar».O Νίκος Παλαιολόγος είχε φροντίσει να ενισχύσει τον μύθο της,αρνούμενος να δώσει τη συνταγή.Την είχε παραχωρήσει μόνο σ΄ έναν υπάλληλο τού εστιατορίου,που εγκαταστάθηκε στη Γερμανία,λέγοντάς του ότι με τη συνταγή αυτή θα μπορούσε να κάνει την τύχη του.Δεν ήταν γραμμένη σε καμιά σελίδα συνταγών.Ο Νίκος Παλαιολόγος κρατούσε τη συνταγή στα χαρτιά του,γραμμένη σε συντομογραφία και με το κωδικό όνομα Τ.Τ.4,όπου το 4 σήμαινε δόση για τέσσερις φόρμες.
Η ιδέα για το εστιατόριο ήταν του Νίκου Παλαιολόγου.Θυμάται η Λίλα: «Ενα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 1970.Ημουν επτά χρονών και ήμασταν όλοι,η μαμά μου η Καίη,ο μπαμπάς μου ο Νίκος και ο αδελφός μου ο Μιχάλης,καθισμένοι γύρω από το τετράγωνο τραπέζι, στο παλιό μας σπίτι στην οδό Δημοχάρους.Το φαγητό είχε σερβιριστεί και εκεί που τρώγαμε,λέει ο μπαμπάς: Ερωτεύτηκα ένα σπίτι. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να το αναπαλαιώσω και να ανοίξουμε ένα καλό εστιατόριο».